Κυριακή 25 Μαΐου 2008

Π Ο Ι Η Σ Η

Διάλειμμα. Να μην είμαστε πάντα γκρινιάρηδες, να μην προκαλούμε, να μην κακιώνουμε, να μην γινόμαστε, αδίκως θαρρώ, αντιπαθείς. Να στραφούμε στη λύτρωση της ποίησης για μια ανάσα.
Συγχωρήστε με μα θα δημοσιεύσω κάποιες, χρόνια πίσω, προσπάθειές μου. Προσπάθειες όχι να γράψω ποίηση μα κυρίως να εκτονωθώ μέσα από τη δούλεψή της. Γιατί για μένα έτσι λειτουργεί το γράψιμο, με την όποια μορφή του. Σαν εκτόνωση.
Δεν είσαι στα καλά σου, παίρνεις μολύβι και χαρτί, βγάζεις τις όποιες σκέψεις σου κι ύστερα, σαν εκτονωθείς, ρίχνεις το χαρτί σε ένα συρτάρι. Χρόνια μετά, σκαλίζοντας το συρτάρι, ίσως διαπιστώσεις ότι κάτι έβγαλες και ίσως θελήσεις, αφού ίσως το επεξεργαστείς, να το δώσεις στους συνανθρώπους σου.
Αν το κάνεις, καταθέτεις την ψυχή σου στους άλλους. Αν όχι, δεν πειράζει, το δημιούργημα έκανε τη δουλειά του τότε…
Δεν έχω κάνει επεξεργασία. Είναι σχεδόν όπως πρωτογράφτηκαν. Εν καιρώ θα το κάνω φαντάζομαι…


Μ Ν Η Μ Ε Σ Τ Ο Υ Α Υ Ρ Ι Ο
26/3/1981


Οι κορυφογραμμές του μυαλού μου
δέχονται τους επιδρομείς
που στήνουν τις σημαίες της μνήμης
τις κυματίζουσες με πλείσια χαμόγελα.
Οι πρόποδες του νου μου ανασαίνουν
χίλια πατήματα.
Βήμα το βήμα ξεδιπλώνονται μνήμες.
Ανοίγει η καρδιά και απλώνει
την κορδέλα της θύμησης στα μάτια,
που αχόρταγα διαβάζουν το χρόνο

Ευλογημένος ας είναι ο ήλιος
μιας μέρας της Άνοιξης
και τα κατσίκια, που στο χορτάρι μετρούν
μ’ ατζοπηδήματα τη χαρά τους

Αύριο
Η βροχή και ο αγέρας θ’ αδράξουν
γομολάστιχα και σαράκι,
προσπαθώντας να σβήσουν τα βήματα.
Να ρίξουν τους ιστούς στη λήθη.
Κι ο νους μου, ραγισμένος καθρέφτης,
θα ναρκισσευτεί το είδωλό του,
το ξεχαρβαλωμένο από τον άνεμο,
προσπαθώντας να το αναστήσει
Με κόλλα πεθύμιας κι ανάγκης κολλώντας,
τα σκόρπια κομμάτια

Αύριο
Μακριά από τόπο και χρόνο χαμένος
το νου μου θα εκδώσω
στον πλειστηριασμό της ανάγκης.

Και ποιος θα τον πάρει
έτσι ραγάδες και μνήμες γιομάτο
έτσι δοσμένος που θα’ ναι
στη χίμαιρα…




Ρ Ο Τ Ε Σ
1982
«CANDIA» στη ρότα για Κρήτη



Στην άκρα του παράλογου ριγμένο
σαν με δεις,
στα χίλια φύκια της αμμούδας πεταμένο,
κοχύλι στρουφιχτό,
μ’ απόχρωσες γαλαζοπράσινες
και με κλεισμένους μέσα μου
όλου του κόσμου τους αγέρηδες,
μη πεις για το Θεό
«Είναι ένα καράβι που προσάραξε
κακήν πορεία ακλουθώντας».
Μη πεις για το Θεό
πως παραστράτησα
και προπαντός μη λυπηθείς
με δάκρυα κροκοδείλια
μη κλάψεις την κατάντια μου.
Σκύψε μονάχα λίγο πιο πολύ
και πρόσεξέ με.
Σκύψε λιγάκι πιο πολύ μες στην καρδιά σου
και δες με, με τα μάτια της.
Σκύψε με μάτι καθαρό
από της πλάνας της ζωής τα οράματα
και από τους δρόμους
που ως τώρα σού’ χουν δείξει
βάλε τα’ αυτί σου
κι αφουγκράσου με.
Θ’ ακούσεις μέσα μου της θάλασσας τον ήχο
τόσο μα τόσο καθαρό που θα τρομάξεις.
Γιατί έχω μέσα μου απέραντη τη θάλασσα
κι ανάγκη εγώ δεν έχω
από μπούσουλες και ρότες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: