Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ:

Δεν τον επέβαλαν οι εταιρείες. Επιβλήθηκε με το σπαθί του και τον καταξίωσε ο Μίκης και άλλοι σπουδαίοι συνθέτες

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης αγκαλιάστηκε από όλες τις κοινωνικές τάξεις, από το λαό και από το Κολωνάκι. Επί χούντας, έφτασε να γίνει ο «σερ Μπιθί», αλλά ο λαός τον συγχώρησε γιατί η προσφορά του ήταν πολύ μεγαλύτερη από τις πολιτικές και καλλιτεχνικές υποχωρήσεις του στα χρόνια της δικτατορίας.


Για λίγα πράγματα μπορούμε πια σήμερα να χρησιμοποιήσουμε την κτητική αντωνυμία «μας» αντί για το «τους»: Ο Καλατράβα «τους», οι Ολυμπιακοί Αγώνες «τους», τα γιαούρτια «τους», τα κανάλια «τους», ο πόλεμός «τους». Όταν όμως φτάνουμε στα τραγούδια του Γρηγόρη Μπιθικώτση, το «μας» ανεβαίνει αυθόρμητα στα χείλη. Πώς να μη τα νιώθουμε δικά «μας»;
Ο Μπιθικώτσης είναι ένας από τους καλλιτέχνες που τον αγκάλιασαν όλες οι τάξεις, και η εργατική και η μικροαστική, και ο λαός και το Κολωνάκι, χωρίς όμως να είναι γεφυροποιός, χωρίς να προσπαθεί να συμφιλιώσει το λαϊκό τραγούδι με το ελαφρό, τη ρεμπέτικη παράδοση με το «πιάνο και τα γαλλικά».

Ενώ ο Στράτος Διονυσίου, μια σπουδαία λαϊκή φωνή, συμβόλιζε τον οικοδόμο που έγινε εργολάβος με Μπε Εμ Βε, ο Μπιθικώτσης σε όλη του τη ζωή είχε το σουλούπι του μετακατοχικού Έλληνα που ζωγράφιζε ο Μποστ, ανέπνεε λαϊκή χάρη και ελαφράδα.




Σκίτσο του Μποστ με τη μορφή (εμφανώς) του Μπιθικώτση


Ένας τυχερός άνθρωπος, ένας τυχερός καλλιτέχνης. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσουμε έναν 25χρονο νέο που το 1947, στη Μακρόνησο, αντάμωσε τον Μίκη Θεοδωράκη που μαγεύτηκε από τη φωνή του; http://www.anatolikos.com/peri-mousikis/afieroma240105.htm
Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσουμε έναν άντρα που στα 40 του τραγούδησε στίχους του Ρίτσου, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Χριστοδούλου, του Λειβαδίτη και που τα τραγούδια του γίνονταν κτήμα όλου του λαού; Και κυρίως, που τα τραγούδια αυτά ήταν το σήμα κατατεθέν ενός άλλου πολιτισμού ή, έστω, μιας ρωμαλέας απόπειρας για έναν άλλον πολιτισμό;
Τον Μπιθικώτση δεν τον επέβαλαν οι δισκογραφικές εταιρείες, όπως συχνά συμβαίνει σήμερα με διάφορα αστέρια του καψουρο-έντεχνου ή λαϊκο-ποπ τραγουδιού. Επιβλήθηκε με το σπαθί του. Τον καταξίωσαν (ας μην πούμε την άχαρη λέξη «επέβαλαν») ο Μίκης Θεοδωράκης και άλλοι σπουδαίοι συνθέτες. Εξάλλου, ήταν η εποχή που οι άνθρωποι έλεγαν ο «Καημός» του Θεοδωράκη ή το «Χάρτινο το φεγγαράκι» του Χατζιδάκι – και όχι ο «Καημός» του Ρέμου.
Κάποιοι επισημαίνουν ότι ο Γρ. Μπιθικώτσης ήταν ένα λαϊκό παιδί που δεν ήξερε πολλά γράμματα και «δεν καταλάβαινε» το τι τραγουδούσε, αν και κανένας άλλος τραγουδιστής, όσα γράμματα και αν ήξερε, όσα ωδεία και αν είχε τελειώσει, δεν θα μπορούσε να ερμηνεύσει τα ίδια τραγούδια τόσο όμορφα όσο εκείνος. Μήπως όλοι όσοι άκουγαν με λατρεία και με περίσκεψη εκείνα τα μεγάλα έργα ήταν προφέσορες; Ο Μπιθικώτσης διέθετε και ευφυΐα και ευαισθησία και επιπλέον είχε πλάι του μεγάλους δασκάλους. Η αυτοβιογραφία του (Εγώ, ο Σερ, εκδ. Κοχλίας), που την επιμελήθηκε ο Πάνος Γεραμάνης, δείχνει ότι το «μεγαλείο του ανδρός», κάθε ανδρός, δεν είναι ανεξάρτητο από το ήθος της εποχής του.
Στην εποχή της δικτατορίας, όταν τα τραγούδια του Θεοδωράκη βρίσκονταν υπό διωγμό, η καριέρα του Μπιθικώτση συνεχίστηκε. Πολλοί δίσκοι του, ανάμεσά τους και δικές του συνθέσεις, γνώρισαν μεγάλη εμπορική επιτυχία. Για μια επταετία, ο «τραγουδιστής της Ρωμιοσύνης» επισήμως ξεχάστηκε και έμεινε μόνο ο «Σερ Μπιθί». Ο λαός όμως και τον συγχώρεσε και δεν έπαψε να τον αγαπά, αφού αυτό που είχε προσφέρει ο Μπιθικώτσης στο ελληνικό τραγούδι βαραίνει πολύ περισσότερο από την όποια καλλιτεχνική ή πολιτική του υποχώρηση στα χρόνια της δικτατορίας.
Ο Μπιθικώτσης θα συμβολίζει για πάντα μια ευτυχισμένη περίοδο του λαϊκού τραγουδιού, γι’ αυτό κι εμείς, όπως όλος ο λαός, τον αποχαιρετάμε με αγάπη, με την ελπίδα ότι θα βρεθούν οι δημιουργοί και οι καινούργιοι Μπιθικώτσηδες που θα τραγουδήσουν τα περιγιάλια, τους ξανθούς Απρίληδες και τα περβόλια της δικής μας εποχής.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: