Τρίτη 3 Μαρτίου 2009

O (ουδόλως) "παρακμιακός" Μπιθικώτσης

Του Κώστα Θ. Καλφόπουλου

Απ' όλες τις βιογραφίες και τις αυτοβιογραφίες, που κυκλοφόρησαν μεταπολιτευτικά στην Ελλάδα, αρχής γενομένης με εκείνη του Βαμβακάρη, παρά τις όποιες αμφισβητήσεις περί της αυθεντικότητάς της, αλλά και του Ρούκουνα, του Μητσάκη, του Ζαμπέτα, του Καζαντζίδη κ. ά., με θέμα τους λαϊκούς συνθέτες και βάρδους, μιας χώρας που ήξερε -κάποτε- να γλεντά τους καημούς της, η "Αυτοβιογραφία" του Γρηγόρη Μπιθικώτση, είναι από τις πλέον μελωδικές, αφού ο δημιουργός μάς ξεναγεί, συχνά στιχουργικά, παραθέτοντας πολλά από τα τραγούδια που σημάδεψαν ολόκληρες γενιές, στα "μονοπάτια της ζωής του", όπως τέμνονται με τους μεγάλους δρόμους του λαϊκού τραγουδιού στα τελευταία πενήντα χρόνια, στην Ελλάδα, αλλά και από τις πλέον φιλικές, ταυτόχρονα, αφού έχει πάντα έναν καλό λόγο για τους δημιουργούς και τους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάστηκε όλα αυτά τα χρόνια.
Κι απ' όλα τα τραγούδια του, που γράφτηκαν, κυρίως, στην περίοδο της Χούντας, ξεχώρισαν εκείνα, που ύμνησαν τον έρωτα και την απαντοχή, αναδεικνύοντας, ακόμα μια φορά τις αρετές του Γρηγόρη Μπιθικώτση, ως συνθέτη, στιχουργού και ερμηνευτή επιτυχιών, με τη συνεργασία του Κώστα Βίρβου, του Άκη Πάνου, του Λυκούργου Μαρκέα, του Γιώργου Κατσαρού: "Αμφιβολίες", "Στου Μπελαμη το ουζερί", "Ο κυρ-Θάνος", "Το θύμα ο Νικόλας", "Καράβι με σημαία ξένη", "Επίσημη αγαπημένη", "Μια γυναίκα φεύγει", "Ο έρωτας γεννήθηκε για δύο", "Έσβησε το κερί, Μαρία", "Μια βαθιά υπόκλιση". Τραγούδια εμπνευσμένα από τη μοιραία γυναίκα, τη μοναξιά του ναυτικού, το ερωτικό αδιέξοδο, που χαρακτηρίστηκαν, ανεπίσημα έστω, σε σύγκριση με το παρελθόν και την προηγούμενη πορεία του λαϊκού καλλιτέχνη, αλλά και με την περίοδο που γράφτηκαν, "παρακμιακά".
Αρκούν μια δυο πενιές στο σόλο μπουζούκι της εισαγωγής, για να δημιουργήσουν την ατμόσφαιρα του τραγουδιού, συνήθως σε ζεϊμπέκικο ρυθμό, λίγο πριν ακουστεί η "ξύλινη φωνή" του μεγάλου ερμηνευτή. Από κει και πέρα αρχίζει η περιπλάνησή σε λιμάνια, γειτονιές και καπηλειά, που συγκροτούν τον "κόσμο των μποέμικων καρδιών". Εκεί που συναντώνται ναυτικοί, "με λεβέντική καρδιά", εραστές των καραβιών, "με σημαία ξένη", που παν' ταξίδια μακρινά, "θαλασσόλυκοι", που είδαν το όνειρό τους να προδίδεται "μια βραδιά στον Αϊ Βασίλη", "ναυάγια της ζωής, καράβια τσακισμένα/ άντρες που πίνουνε κρασί" και αναζητούν ένα λιμάνι στη ζωή και την καρδιά τους, "παλικαράκια" χλωμά, αδιέξοδοι έρωτες και καπηλειά, με το όνομα "Μπελαμής", "Χατζηθωμάς" ή "Μαριγώ", μικρά οχυρά της θλίψης και της μοναξιάς, καταφύγια των καταφρονεμένων, που διευρύνουν την τοπογραφία της μοναξιάς σε στεριά και θάλασσα.
Αυτός ο κόσμος των τραγουδιών του ύστερου Μπιθικώτση ενδείκνυται -και, πάλι, δεν ενδείκνυται- για μία κοινωνιολογία του λαϊκού τραγουδιού, όπως το διαμόρφωσε ο μεγάλος ερμηνευτής, αλλά και συνθέτης ρεμπέτικων τραγουδιών στην "εργατική περίοδο", όπως χαρακτηρίζει το διάστημα μεταξύ 1940 και 1953 ο Στάθης Δαμιανάκος, στην κλασσική του μελέτη για το ρεμπέτικο. Περίοδος, που σηματοδοτεί, πρωτίστως, "την προοδευτική προσχώρηση στην εργατική ιδεολογία, μέσα από τραγούδια του έρωτα και της γυναίκας και της θλίψης των μποέμηδων", καθώς συνδυάζει υφολογικά και μορφολογικά στοιχεία από το ρεμπέτικο και τις ευρωπαϊκές επιδράσεις, με την ενίσχυση του μοντέρνου στίχου και την "ωραιοποίηση" των ποιητικών μορφών.

Ο Μπιθικώτσης, ο οποίος θα ξεκινήσει εκείνη την περίοδο, με το τραγούδι "Το καντήλι τρεμοσβήνει" (1949), που θα το τραγουδήσουν η Σούλα Καλφοπούλου με τον Μάρκο Βαμβακάρη, θα γίνει γνωστός, έξι χρόνια αργότερα, με το "Τρελοκόριτσο" και το 1956, με το "Γαρύφαλλο στ' αυτί", του Μ. Χατζηδάκι και του Α. Σακελλάριου, από τη μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο. Ήδη, όμως, έχει προλάβει να συνεργαστεί με τον Χρήστο Κολοκοτρώνη και τον Κώστα Βίρβο, που θα τον συναντήσει ξανά στα τέλη του 60, για να δημιουργήσουν μία ακόμη σειρά μεγάλων επιτυχιών, ενώ είναι ο πρώτος λαϊκός τραγουδιστής, που "σπάει" την παράδΌση της καθήμενης λαϊκής ορχήστρας και ερμηνεύει όρθιος τα τραγούδια.

Στο επίκεντρο των "παρακμιακών" τραγουδιών του Γρηγόρη Μπιθικώτση βρίσκεται ο μοναχικός άντρας αντιμέτωπος με τη μοίρα του, που εμφανίζεται, κυρίως, στο πρόσωπο της γυναίκας. Συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής ντύνουν το τραγούδι με την ευαισθησία εκείνου, που ξέρει να φεύγει την κατάλληλη στιγμή, να χωρίζει και να αποχωρίζεται, αποδεχόμενος τη μοίρα με μία στάση ευγενική, που αγγίζει τα όρια της αριστοκρατικότητας, καθώς συνειδητοποιεί το αδιέξοδο των επιλογών του, τη ματαιότητα της ύστερης δικαίωσης, το τίμημα της μοναξιάς (με μόνες ίσως, εξαιρέσεις, το τραγούδι "Από το Α ως το Ω", εκεί που δικαιώνονται όλες οι επιλογές, αλλά και το "Εγνατίας 406"), επιστρέφοντας, ουσιαστικά στη ρεμπέτικη παράδοση, που ήξερε να τιμά και να εκτιμά τη γυναίκα, ακόμα και όταν εκείνη απέρριπτε τον επίδοξο ερωτικό σύντροφο, είτε για λόγους προσωπικούς είτε πιεζόμενη από τις κοινωνικές συμβάσεις, σεβόμενος την τιμή και την ανεξαρτησία της.
Στον ύστερο Μπιθικώτση, το "Τρελοκόριτσο" είναι πλέον μία κυρία, μία ώριμη, ελκυστική γυναίκα, μια "επίσημη αγαπημένη", "μια γυναίκα όμορφη" και, ταυτόχρονα, απόμακρη, μετρημένη και "ανυπότακτη", μοιραία και σκληρή, απέναντι όχι μόνο στον άντρα που την ποθεί και την περιμένει χρόνια, αλλά, ακόμα και με τον ίδιο της τον εαυτό, καθώς αναιρεί την προσδοκία και ματαιώνει την ελπίδα, συνειδητοποιώντας το κοινό αδιέξοδο. Ακόμα και στην περίπτωση, όπου εκείνη επιστρέφει ύστερα από χρόνια, "έτσι απροσκάλεστη, στου νου την πόρτα", αυτή η επιστροφή δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία οπτασία, ένα όνειρο που, παρά τις προσδοκίες, δεν θα βγει ποτέ αληθινό. Ο άντρας δεν έχει παρά να παραδεχτεί την "ήττα" του και να αποδεχτεί το πεπρωμένο, "στης ζωής του το ηλιοβασίλεμα", με την ευγένεια της ψυχής να αποτυπώνεται με "μια βαθιά υπόκλιση, ένα χειροφίλημα", εμφανής (δυτική) στάση και τελετουργία της υποταγής, χωρίς να διεκδικεί τίποτα πλέον από τα ατομικά του οράματα, ζώντας, πλέον, μέσα στη φθορά και την παραίτηση.
Αυτός ο Μπιθικώτσης, που χαρακτηρίστηκε, μάλλον δογματικά, "παρακμιακός", σε μία περίοδο, που η νεοελληνική κοινωνία, ούτως ή άλλως, στο πλαίσιο ευρύτερων κοινωνικο-οικονομικών μεταβολών, άρχιζε να μικροαστικοποιείται σταδιακά στις πόλεις, πρωτίστως στην Αθήνα του δεύτερου κύματος εσωτερικής μετανάστευσης, ουσιαστικά, διατήρησε και σε αυτή τη δημιουργική φάση εκείνα τα στοιχεία, που τον ξεχώρισαν από τα πρώτα βήματά του: "την ελληνικότητα της αντρικής λαϊκής φωνής και το συναίσθημα του καημού", σε όλο τους το μεγαλείο, εξυμνώντας τη μποέμικη ζωή, το ερωτικό αδιέξοδο και τα παιγνίδια της μοίρας -όσων ψάχνουν "για να βρούνε μες στη νύχτα ένα φάρο/ ή να πούνε καλώς όρισες στον Χάρο", που τον γνώρισαν και αγάπησαν πολύ πριν (και μετά) τη "Ρωμιοσύνη" και το "Χρυσοπράσινο φύλλο".

1 σχόλιο:

Dimitris284 είπε...

Συγχαρητήρια για το καταπληκτικό αυτό άρθρο για το μεγάλο Γρηγόρη Μπιθικώτση