Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

Η απαρχή κάποιων εκφράσεων

Καλοκαίρι είναι, πρέπει να γράφουμε κάπως ανάλαφρα, ελλοχεύει άλλωστε ο κίνδυνος, γράφοντας συνεχώς για τα κακώς κείμενα στον τόπο, να μας κατηγορήσουν ότι προβοκάρουμε τον τουρισμό και θίγουμε τους επαγγελματίες! Λες και ο κόσμος δεν βλέπει, δεν ακούει και δεν καταλαβαίνει. Λες και οι τοπικές μας αρχές το μόνο που σκέφτονται είναι η εξυπηρέτηση των δημοτών και η προάσπιση των συμφερόντων του τόπου.
Είναι παρανοϊκό εν τέλει να φταίει αυτός που βγάζει στη φόρα τα κακώς κείμενα και όχι αυτός που τα δημιουργεί. Το άκρον άωτον του παραλόγου!

Έχω πολλά μαζεμένα από όσα έγιναν στα τελευταία δημοτικά συμβούλια και λέω να κρατηθώ για λίγο, γιατί αν ασχοληθώ δύσκολα θα διατηρήσω το επίπεδο που, πιστεύω ότι, έχει τούτη η στήλη.
Διάλειμμα λοιπόν από τα κοινά και πάμε για θέματα γενικού ενδιαφέροντος.

Η αφορμή

Ένας φίλος (ο Σπύρος) με ρώτησε τις προάλλες τι σημαίνει η λέξη φελέκι. Ομολογώ ότι, αν και το είχα διαβάσει, δεν το θυμόμουν. Έψαξα λοιπόν για τη λέξη στο διαδίκτυο και αυτό μου έδωσε την αφορμή να ψάξω και για κάποιες εκφράσεις μας, τις οποίες λέμε χωρίς, τις περισσότερες φορές, να ξέρουμε πως προήλθαν.
Ιδού λοιπόν κάποιες από τις εκφράσεις και οι εξηγήσεις τους. Είναι προφανές ότι, επειδή υπάρχουν εκατοντάδες, θα επανέλθω.

…. το φελέκι μου!
www.slang.gr

Το φελέκι ετυμολογείται από το Τουρκικό felek (τύχη, μοίρα).

«Ψάχνω στην κωλότσεπη, κοιτάζω και στο πέτο
μα η τσατσάρα φίλε μου έχει ασκήσει veto.
Φτου σου, το φελέκι μου! Την ξέχασα στο σπίτι.
Πού να τρέχω τώρα στο Ηράκλειο στην Κρήτη;»
ΗΜΙΖ, «Η μαγική τσατσάρα»


Όπως λέει το λεξικό Μπαμπινιώτη, το φελέκι έρχεται από το τουρκικό felek που σημαίνει την τύχη, άρα την τύχη του βλαστημάει κανείς όταν μελετάει το φελέκι του, κι ας μην το ξέρει. Παρόμοια βλαστήμια έχουν κι οι Τούρκοι: kahpe felek, που θα πει, π…..να τύχη.
Το felek προέρχεται από το αραβικό falak που σημαίνει «ουράνια σφαίρα» (η έννοια της τύχης αναπτύχθηκε δευτερογενώς, μέσω της αστρολογίας).
Στο διήγημά του «Ο ξεπεσμένος δερβίσης», ο άγιος Παπαδιαμάντης βάζει τον ήρωα του διηγήματος να επαναλαμβάνει κάθε τόσο Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ, που το μεταφράζει, μέσα στο διήγημα: Αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει. Η παροιμία έχει και δεύτερο μισό, που επίσης ακούγεται στο ίδιο διήγημα: Ασκ ολσούν τσιβιρινέκ, που ο Παπαδιαμάντης. το μεταφράζει:
Χαρά σ’ εκείνον που ξέρει να τον γυρίζει.
Στο γλωσσάρι της κριτικής έκδοσης των Απάντων (επιμ. ΝΔ Τριανταφυλλόπουλου) υποδεικνύεται η σωστή μορφή της τουρκικής παροιμίας:
Bu dünya çarkifelek tir, aşk olsun çevirene, που θα το μεταφράζαμε:
Αυτός ο κόσμος είναι τροχός της τύχης, καλότυχος όποιος ξέρει να τον γυρίζει.

Αυτό είναι απ’ τ’ άγραφα www.pare-dose.net/blog

Με τη φράση αυτή θέλουμε να δηλώσουμε ότι κάτι είναι πρωτοφανές, καταπληκτικό, απίθανο κλπ.
Η έκφραση αυτή φαίνεται πως προήλθε από τα «άγραφα» εκκλησιαστικά κείμενα, που, όμως είναι τα «απόκρυφα», δηλαδή δεν περιλαμβάνονται στα «κανονικά» Ευαγγέλια και λοιπά εκκλησιαστικά κείμενα, που περιγράφουν τη ζωή και το έργο και αυτά που φέρεται να είπε ο Ιησούς.
Όσο για την παρερμηνεία ότι προέρχεται από τα όρη της Ευρυτανίας «Άγραφα», δεν είναι σωστό. Τα βουνά αυτό πήραν το όνομά τους, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι, από το ότι οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να υποδουλώσουν την περιοχή και δεν την περιέλαβαν στα φορολογικά τους βιβλία, σε αντίθεση με τα «Γραμμένα» των Ιωαννίνων.

Του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά

Οι Βυζαντινοί ήταν άφταστοι στο να εφευρίσκουν πρωτότυπες τιμωρίες.
Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ’ αφτιά και τον κούφαιναν.
Για τους «ωτακουστές» - όπως τους έλεγαν τότε αυτούς - ο αυτοκράτορας lουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια. Μπορούσε να συγχωρήσει έναν προδότη, αλλά έναν «ωτακουστή» ποτέ.
Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι’ αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Είπαν δηλαδή - οι Συγκλητικοί - ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή.
Ο lουλιανός θύμωσε, μα δέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό. Έβαζαν δηλαδή στ’ αφτιά του ωτακουστή…ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο. Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί.
Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση «του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά», που σήμερα έφτασε να σημαίνει, ότι μου μπαίνουν υποψίες στο μυαλό για κάτι.


Αλά μπουρνέζικα

Όταν μας μιλάει κάποιος και θέλουμε να του πούμε πως δεν καταλαβαίνουμε τι μας λέει, τότε του λέμε πως μιλάει…αλά μποuρνέζικα.
Κάποιοι πιθανόν να θεωρούν ότι η έκφραση αποτελείται από μία λέξη. Είναι λάθος.
Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που μιλούσαν σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού.
Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των Μπουρνού, η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου στρατηγού Ιμπραήμ.
Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη και μάλιστα στις διαλέκτους της, σε μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ’ ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.

Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του


Οι φόροι πριν από τον 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην Ελλάδα, ώστε, όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, έβγαιναν στο βουνό. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους φόρους, υπήρξε και ένας τον οποίον πλήρωναν όσοι είχαν μακριά…μαλλιά!
Για τη φοβερή αυτή φορολογία, ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά:
«Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά και άνισοι. Έκτος της δεκάτης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, εκάστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης, καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων, καφτανίων, καρφοπετάλλων καί άλλων εκτάκτων. Ενώ δε ούτω βαρείς καθ’ εαυτούς ήσαν οι επιβληθέντες φόροι, έτι βαρύτερους καί αφόρητους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποστελλομένων προς τούτο υπαλλήλων ή εκμισθωτών. Φόρος ωσαύτως ετίθετο επί των ραγιάδων (ραγιάς= υπόδουλος εκ της τουρκικής λέξεως “raya”) εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην».

Από τον τελευταίο αυτόν φόρο, έμεινε παροιμιώδης η φράση «Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του», την οποία λέμε σήμερα για κάτι που πληρώνουμε πολύ ακριβά.

Τον έπιασαν στα πράσα


Μόλις η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, κάποιος Θεόδωρος Καρράς έφτιαξε μια συμμορία κακοποιών, που ρήμαζαν τα σπίτια και τα μαγαζιά. Η αστυνομία τούς κυνηγούσε να τους πιάσει, μα ποτέ δεν το κατόρθωνε. Ο Καρράς είχε γίνει αληθινό φόβητρο των κατοίκων. Την εποχή εκείνη στην Κολοκυνθού των Αθηνών κατοικούσε ο παπά - Μελέτης, που έλεγαν ότι είχε φλουριά με το τσουβάλι.
Αν και περασμένης ηλικίας, η καταπληκτική του δύναμη έκανε εντύπωση σε όλους. Το σπιτάκι που έμενε, ήταν τριγυρισμένο με περιβόλι από πράσα. Μια νύχτα ο παπάς πετάχτηκε από τον ύπνο του. Του φάνηκε πως είδε στο περιβόλι του κάποια σκιά, που κινούταν ύποπτα μέσο στα πράσα. Άφοβος καθώς ήταν, πήγε προς τα κει και μ’ ένα πήδημα γράπωσε από τον σβέρκο -ποιον άλλον ; - τον περίφημο Καρρά, που τον παρέδωσε στην αστυνομία. Ο κακοποιός ομολόγησε γρήγορα τους συνεργάτες του, που πιάστηκαν κι αυτοί.
Απ’ αυτό το γεγονός προέκυψε και η φράση «τον έπιασαν στα πράσα», που σημαίνει επ’ αυτοφόρω σύλληψη.

Άλλος πλήρωσε τη νύφη

Στην παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές οικογένειες: Του Γιώργη Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη.
Ο Φλαμής είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι. Η εκκλησία, που θα γινόταν το μυστήριο, ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας. Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο η νύφη έλειπε.
Τι είχε συμβεί;
Απλούστατα. Η κοπέλα, που δεν αγαπούσε τον νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε να ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, που της πρότεινε να την απαγάγει. Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη να την σκοτώσει, αλλά δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει.
Γύρισε στο σπίτι του παρ΄ ολίγο πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που είχε κάνει στην κόρη του. Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο έλεγε πως οτιδήποτε κι αν συνέβαινε προ και μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης «δέ θά ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες καί τα τζοβαΐρια όπου αντάλλαξαν οι αρρεβωνιασμένοι».
Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γέρο -Φλαμής είχε κάποιες υποψίες από πριν, για το τι θα μπορούσε να συμβεί, γι’ αυτό έβαλε εκείνο τον όρο. Κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου.
Από τότε οι παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου, έλεγαν ότι «άλλος πλήρωσε τη νύφη» κι έμεινε η φράση έως και σήμερα.

13/7/2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: