Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Α Σ Π Ρ Ο Τ Ο Π Ι

Αρχές της προηγούμενης δεκαετίας δημοσίευα σε συνέχειες, στην εφημερίδα «Λευκάς», ένα σατυρικό ποίημα με τίτλο «ΣΚΛΗΡΟΠΟΝΤΙΚΑΣ ΚΑΙ ΜΑΡΓΟΥΛΑ» ή, όπως ο συγχωρεμένος ο Λάκης Μαμαλούκας τιτλοφόρησε, «ΤΟ ΑΣΠΡΟΤΟΠΙ».
Το στιχούργημα αναφέρεται σε ένα φανταστικό νησί στο οποίο ζούνε και δρουν μόνο ζώα (με την ευρύτερη έννοια των, πέρα από τους ανθρώπους, ζώντων), της τοπικής πανίδας κυρίως και ελάχιστα «εισαγόμενα».
Κατάφερα να δημοσιεύσω γύρω στις 45 σελίδες (Ασπροτόπι 1982 - 2002) και επανήλθα εκτάκτως μόνο μια φορά μέχρι σήμερα.
Επανέρχομαι συνεχίζοντας το στιχούργημα, γιατί πολλοί φίλοι με παρότρυναν σε κάτι τέτοιο και γιατί είναι μια ενδιαφέρουσα απασχόληση για τη λειτουργία του νου.
Ελπίζω να το βρείτε ενδιαφέρον.
Υ.Γ. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική και ο συσχετισμός θα οφείλεται στην πονηράδα και στην καχυποψία σας και μόνο!

ΜΑΣΑΝΑΣ ΚΑΙ ΜΑΡΓΟΥΛΑ (2002 - )

Τους περαζόμενους καιρούς στη νήσο Ασπροτόπι
μονάχα ζώα ζούσανε, δεν ζούσανε ανθρώποι.
Μες στου νησιού τ’ ανήλιαγα και σκιερά κατοίκια
ζούσανε φίδια και ασβοί και σαύρες και ποντίκια.
Διάφορα άλλα ερπετά είχανε τη φωλιά τους
στα μέρη εκείνα και δειλά κάνανε τη δουλειά τους.
Στα πιο καλά υψώματα, σε δάση και χωράφια
πολλά εζούσαν ζωντανά. Κατσίκια και ελάφια
βόδια, σκυλιά και πρόβατα, γάτες και ζώα άλλα
λιανά, χοντρά κι αδύναμα, μικρά μα και μεγάλα.
Στον ουρανό πολλά πουλιά επέταγαν ανάρια
και στης θαλάσσης το βυθό ζούσαν χιλιάδες ψάρια.
Το Ασπροτόπι όμορφο. Βουνά γεμάτα δάση
και παραλίες καθαρές ο νους σου να τα χάσει.
Γύρω πολλά νησόπουλα κατάφυτα κι εκείνα,
πάνω στην άμμο την ξανθή ευώδιαζαν τα κρίνα
Πρωτεύουσά του το νησί είχε την πόλη Ασπράδα
πού’ χε λιμάνι φυσικό κι όμορφη πεδιάδα.
Απέραντος βιότοπος, με αλυκές, ιβάρια
και βρίσκαν ό,τι θέλανε ζώα, πουλιά και ψάρια.
Η πόλη ήταν βορινή, τη φύσαγε μαΐστρος,
πολλά για κείνη έγραψε των ποιητών ο οίστρος.
Απ’ την απέναντι στεριά τη χώριζε κανάλι
στενό και κάστρο ενετικό κοντά στο ακρογιάλι
είχε χτιστεί από παλιά, όμορφο δίχως ταίρι
που το ζηλεύανε τα ζά απ’ τα ξηρά τα μέρη.
Δικό τους να το κάνουνε μάταια προσπαθούσαν
τα ζώα τ’ Ανακτορικά και κάκητα κρατούσαν
στ’ Ασπροτοπιού τα ζωντανά. Μα δεν είναι η ώρα
για ιστορίες παλαβές. Πάω στα ζώα τώρα…

Λέω να ξαναρχίσουμε αυτή την ιστορία
μιας και τα ζώα σήμερα βιώνουν τραγωδία.
Να δούμε τι απόγινε η αλεπού Μαργούλα,
πως πέρναγε και πως περνά, αν πήρε τη βεργούλα
να σαλαγήσει ζωντανά απ’ όλο τ’ Ασπροτόπι
κι αν κάνει τις δουλίτσες της όπως και οι … ανθρώποι

Εκτός
Ας πάρουμε τα πράγματα όμως απ’ την άκρη
τότε που έχασε η Μαριώ, κι έχυσε μαύρο δάκρυ,
από το Λάζαρο τ’ αρνί και πάει η νησαρχία.
Για χρόνια δεν κατέλαβε καμία εξουσία
γιατί οι μπλε κυβέρναγαν τη νήσο και τον τόπο.
Αυτή σαν πάντα πονηρή έψαχνε κάποιο τρόπο
να ξαναρθεί στα πράγματα, να πιάσει την κουτάλα
γιατί την κυνηγήσανε ζώα πολύ μεγάλα.
Τη βγάλανε απ’ τη νομή, της κόψαν το κυνήγι
την πέταξαν απ’ τη φωλιά και … όπου φύγει – φύγει.
Εκεί που έβρισκε πουλιά και κυνηγούσε κότες
τώρα την αποκλείσανε ύπουλα οι προδότες.
Βλέπεις κι αν είναι πονηρή, πάντα υπάρχει κάτι
πιο έξυπνο, πιο πονηρό, για να της μπει στο μάτι.
Κι αν είναι τόσο έξυπνη να μην αφήνει κότα,
ζώα πιο μεγαλύτερα τη βγάζουν απ’ τη ρότα
Όσα τη χρειαστήκανε σαν είχε εξουσία,
τα ίδια την παράτησαν στην πρώτη ευκαιρία,

τι πια δεν τη χρειάζονταν. Μαγείρεψε τα πάντα
κι αφού σερβίρισε φαί, την κάνανε στην μπάντα.

Στο μεταξύ όλες τις νομές διαφέντευαν τα μπλάβα
τα ζώα τ’ ανακατερά, που τά’ καναν πιο μαύρα,
από ότι ήταν τα πράγματα. Είχαν καιρό να φάνε
και σαν μυρίστηκαν φαί, σα λυσσασμένα πάνε
Εμπερδευτήκαν κουμπαριές και άλλα νιτερέσα
κι η χώρα στο καβούκι της εμπήκε παραμέσα.



Στο νησί
Στη νήσο ήταν ο Λάζαρος, τ’ αρνί, στη νησαρχία
κι ο Λούδας, στρουθοκάμηλος, ήταν στη δημαρχία.
Κάτι το συγκλονιστικό δεν έγινε στα χρόνια
που κυβερνήσανε αυτά. Δεν ήτανε αηδόνια,
δεν ήταν ούτε κόρακες. Θα ξεχαστούν συντόμως.
Το λέει των ιστορικών ο άγραφος ο νόμος.
Ο κάπρος που ακολούθησε ο Φέσης, απ’ τα ίδια.
Αυτού στην εξουσία του εβάλανε βαρίδια
γιατί είχε ένα παράταιρο συνάφι εξουσίας.
Κόκκινος ήτανε αυτός, μπλε επί της ουσίας
οι άλλοι, που διαφέντευαν την έρμη την Ασπράδα.
Συν δυό, συν τρία κάνανε και από μια ομάδα
Φράση χαρακτηριστική. «Δήμαρχος ισογείου»
έδειχνε την κατάσταση του αιρετού του βίου,
(γιατί ήταν το γραφείο του στο δεύτερο πατάρι).
«Δήμαρχο» στο ισόγειο λέγαν ένα κριάρι,
Βαρίδης εις το όνομα, τα σχόλια δικά σας.
Εγώ μόνο τούτο εδώ λέω στην αφεντιά σας,
πως είχε αντιπολίτευση πρώτη φορά «βαρβάτη»,
που δεν τον άφηνε ήσυχα να πέσει στο κρεβάτι!
Ο γάτος Δράκος άλλαξε τα πράγματα του δήμου
και τίποτα δεν πέρναγε «εν μέσω της ερήμου».
Η κίνηση που έκανε, «ΖΩΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΠΡΑΔΑ»,
απλώθη πάνω σε βουνά, θάλασσες και κοιλάδα.
Ήταν θαρρώ πρωτόγνωρο μιας κίνησης τα μέλη
ν΄ ανήκει το καθένα τους σε χωριστή αγέλη
και όμως να τα βρίσκουνε, ήρεμα και με τρόπο,
με στόχο, να συνδράμουνε τον δύσμοιρο τον τόπο.
Για ιστορία πρέπει μου να σημειώσω τέλος
την άλλη αντιπολίτευση. Ο Βάχος κι ο Ματέλος.

Λεφτά υπάρχουν
Πέρασαν μήνες και καιροί, χειμώνες καλοκαίρια
κι η εξουσία στης Μαριώς ξανάφτασε τα χέρια
Έβαλε υποψήφια στο πράσινο το κόμμα
κι εκλέχτηκε. Τα ζωντανά κλαίνε την ψήφο ακόμα!
Βγήκε με λόγους πύρινους για δίκαιες μερίδες
Ότι υπάρχει φαγητό να πέσουν σαν ακρίδες
τα ζωντανά κι απ’ το φαί, να σκάσει η κοιλιά τους.
Όλα τα ζώα έλεγε θα έχουν τη δουλειά τους.
Θα φτιάξει γυμναστήρια, δρόμους, νοσοκομεία
και σήραγγα που θα περνούν πο πάνω της τα πλοία.
Βλέπετε είχε αρχηγό το μπούφο τον Γαπέου,
πουλί από σόι αρχηγών, άχρηστου και μοιραίου
όπως τρανά αποδείχτηκε. Αυτός έταζε μέλια,
φαί και μπόλικο κρασί σε δρύινα βαρέλια.
Έλεγε «υπάρχουνε λεφτά να ζήσουμε σαν Κροίσοι»
Σαν βγήκε πια φανέρωσε ότι υπάρχει κρίση!
Είπε πως βρήκε μαύρη γη, πως ψάχνει τα ταμεία,
ότι χρωστάμε δάνεια και δεν υπάρχει μία.
«Σανίδα σωτηρίας μας είναι τα ξένα κτήνη
που θα μας βάλουν σε ντορό, να βγούμε από τη δίνη».

Είχε θαρρώ το σχέδιο από παλιά φτιαγμένο,
τι ήταν γραμμένος σ’ ένα κλαμπ, σε χρόνο περασμένο,
που στόχο είχε και σκοπό τη γη να διοικήσει
και ζώο σε χλωρό κλαδί ήσυχο μην αφήσει.
Έτσι μέσα σε μια στιγμή βρεθήκαν χωρίς κόπο
να έχουν ξένα αφεντικά τα ζωντανά στον τόπο.
Από το κρύο στο ζεστό κι απ’ το ζεστό στο κρύο,
βρέθηκε να τα κυβερνά των αγορών το τρίο.
Ο πετεινός ο Σαρκατζής, η Μεκελού η φοράδα
και ένας γάτος Δουνουτούς
, που στέλναν στην αράδα
κάμποσους τοποτηρητές να κάνουν τους δραγάτες,
να δουν αν ξεστρατίζουνε οι σκύλοι και οι γάτες!
Οι ξένοι μάντρωσαν με μιας τα δύσμοιρα τα ζώα
κι αυτός το έπαιζε λευκή περιστερά κι αθώα.
Τα διώξανε απ’ τις δουλειές, τους κόψαν τις μερίδες
κοντολογίς τ’ ανάγκασαν να τρώνε … κατσαρίδες.
Σαν να’ τανε ναρκομανείς τους δίναν δόση – δόση
τις λιγοστές προμήθειες κι η πίεση ήταν τόση
που ξεσηκώθηκαν τα ζα, τι χάσανε το νου τους.
Βγήκαν σε κάθε ξέφωτο, μα όχι προς νερού τους,
με γκάρισμα, με κράξιμο, γαυγίσματα και άλλα
θέλαν να διώξουνε τα ζα που είχαν την κουτάλα.
Λυκόσκυλα αμόλησε ο Οπλιτσής ο λύκος
χάλασε κάθε σύναξη σε πλάτος και σε μήκος.

Έργα και ημέρες
Εκείνη την περίοδο της αλεπούς τα χείλια
τάζανε σ’ όλο το νησί παπά με πετραχείλια
Πάντα ανακατευότανε στα πράγματα της νήσου
Ήθελε να’ χει έλεγχο μέχρι και της … αβύσσου!
Αν κάπου προτεινότανε ζώο να μην τσ’ αρέσει
με χίλια κόλπα πονηρά το έβγαζε απ’ τη μέση
και το δικό της πρόβαλε, να’ χει τον έλεγχό της
τα πάντα να περνάγανε στο πόδι το δικό της!
Έχωσε σ’ όλες τις νομές πρασινοπαπαγάλους,
για εξουσίες πρότεινε φραγκόκοτες και γάλλους,
όχι από καλή καρδιά αλλά από συμφέρον.
Η σκέψη της πραγματικά έχει ενδιαφέρον.
Σου λέει «έτσι το φαί έχω εξασφαλισμένο.
Άμα πεινάσω, για πολύ εγώ δεν θα προσμένω.
Θα φάω μια φραγκόκοτα ή γάλλο ή τρυγώνι.
Δεν φεύγεις απ’ το «φίλο» σου όταν κοντοζυγώνει»…

Ο Μασάνας

Εστήριξε για δήμαρχο το βόδι τον Μασάνα
που είχε συνεργάτη του τα χρόνια που, σαν μάννα,
το χρήμα έπεφτε βροχή, να τρώνε οι εργολάβοι
για έργα που δεν γίνονταν ή δίνονταν με βλάβη…
(Πάντα τα πήγαινε καλά με τις εργολαβίες
βοήθησε τους κάστορες να ράψουν … κελεμπίες!)
Το βόδι αφού ήτανε νησάρχης στ’ Ασπροτόπι,
δεν επεθύμα τη Μαριώ να πάρει στο κατόπι
και να της κάμει τεμενά. Όμως την χρειαζόταν,
γιατί εκαταργήθηκε η θέση που καθόταν
με νόμο Κακοκρατικό. Εγίναν δύο δήμοι
κι η νησαρχία πέθανε, που λέμε εν τη ρύμη
του λόγου. Έτσι έγινε ο δήμος της Ασπράδας,
που εμεγάλωσε πολύ, κι ο δήμος της Ταφάδας.
Έπειτα είχε ισχυρούς αντίπαλους στη μάχη
και ήξερε πως εύκολο έργο ποτέ δεν θα’ χει.
Είχε τον τσαλαπετεινό που λέτε τον Γερβίνη
μα και τον γάτο δυνατό, τον Δράκο, που εκείνη
την εποχή εμάζεψε ζώα από κάθε αγέλη
σε ισχυρή παράταξη. Έτσι ο Μασάνας θέλει
την κάθε μια βοήθεια, όπου κι αν προερχόταν
και κάθε μέσο κι οπλισμό, όπως και να λεγόταν.
Πέταξε όπλα ισχυρά, εκβιασμούς, πιέσεις
ταξίματα, διορισμούς και όλες τις ανέσεις
έδωσε εις τα ζωντανά, για να τους πάρει ψήφο.

Ότι τον εμπιστεύτηκαν αποτελεί ένα γρίφο!
Αν κάνω ανασκόπηση στα έργα τα δικά του
θα καταλάβετε καλά ποια είναι η αφεντιά του.
Εάν σας πω πρωθύστερα πως φέρεται στο δήμο,
θα γίνω, θέλοντας και μη, κακός και δεν το κρίνω
σωστό. Ίσως αργότερα αναφορά σας κάνω,
φτάνουν δυο τρία πράγματα και με το παραπάνω.
Οι λέξεις αυτοκράτορας του πάει και δεσπότης,
είρωνας και προκλητικός μα όχι το ιππότης.

Έχει κεφάλι αγύριστο, στα πάντα να’ χει θέλει
τον έλεγχο. Αν υπακούς είναι γλυκός σαν μέλι
μα αν αντιρρήσεις φέρεις του, μουτρώνει και θυμώνει.
Σαν σε κοιτάει βλοσυρά θαρρείς πως σε … δαγκώνει!
Κλείνω εδώ τα σχόλια. Κρατώ επιφυλάξεις
γι’ αργότερα. Θα αναφερθώ σε όλες του τις πράξεις…
Ξανάρχομαι στις εκλογές, μη χάσω τον ειρμό μου,
άλλη έχω για σήμερα θαρρώ στο στόχαστρό μου!




Υποστηρικτής!
Τέλος καλό, όλα καλά που λένε κι οι ανθρώποι,
βγήκε το βόδι δήμαρχος κι … εσώθη τ’ Ασπροτόπι!
Χάρηκε και η αλεπού που ζωντανό δικό της
θα είχε στα μελλούμενα φίλο και συμμαχό της!
Μεγάλος υποστηρικτής της βγήκε ο Μασάνας
για όλα της κυβέρνησης τα έργα. Και της μάνας
το γάλα θα το πούλαγε, εάν υπήρχε τρόπος
να σώσει μια πολιτική. Στήριξε αυτοπροσώπως
το κάθε μέτρο κι έφτασε να θέλει να πουλήσει
των ζώων όλο το νερό, ωσάν δική του κτήση.

Βεβαίως δεν του πέρασε γιατί ξεσηκωθήκαν
όλα τα ζώα και πουλιά και … στο κλαρί βρεθήκαν.
Ενώθηκαν τα κόκκινα, τα ροζ και πολλά άλλα,
κι η συμφωνία χάλασε άτακτα, με φευγάλα!
Ο Δράκος πρωταγωνιστής, Φτενάς μα και Ματέλος,
μαζί με ζώα μπόλικα του πέταξαν το βέλος!

Κοινός αγώνας

Παρεπιπτόντως να το πω. Με τον κοινό αγώνα,
τα ζώα θα μπορέσουνε να βγάλουν το … χειμώνα
.
Αν ένα πάει από εδώ και τ’ άλλο παραπέρα,
δύσκολα θα μπορέσουνε να δούνε άσπρη μέρα.
Αν το καθένα συναντά μόνο δικές του αγέλες,
αν μένει πάντοτε πιστό στων αρχηγών τις γκέλες,
τότε δεν έχει προκοπή και έξοδο απ’ την κρίση.
Στο μέλλον μαύρα δάκρυα καθένα του θα χύσει!
Όταν σε καταστρέφουνε διάβολοι και τριβόλοι,
οφείλεις να συνεργαστείς για να πετάξεις βόλι
στο μαύρο τον αντίπαλο. Οι διαφορές στην μπάντα.
Ο χωρισμός δεν βόηθησε, σήμερα, χθες και πάντα!
Στ’ όνομα του κομματικού που λένε νιτερέσο
περάσανε καταστροφές, στα ίσα δίχως μέσο.

Τι είναι η πατρίδα;

Να κλείσω την παρένθεση και να’ ρθω στην αλούπω
γιατί μ’ αυτά που έκανε και κάνει, οσονούπω
θα σβήσει απ’ τα πράγματα του τόπου η αλανιάρα
και τ΄ όνομά της θα δεθεί με τη λέξη λαχτάρα!
Βγήκε βασιλικότερη που λεν του βασιλέως
κι όταν η χώρα ολάκερη βούλιαζε μες στο χρέος
σήκωνε το χεράκι της σ΄ όλα τ’ άδικα μέτρα
που έπαιρνε η κυβέρνηση. Αυτό ήταν σαν μια πέτρα
να πέταγε στην κεφαλή ξέχωρα κάθε ζώου
που δεν ετσίμπησε μεζέ, άδολου και αθώου!
Σαν «σηκοπανωχέρισα» και πάντα «ναι σε όλα»
κατάντησε όλα τα ζα να βλέπουν κατσαρόλα
κι ευθύς να ξερογλύφονται, τα μάτια να γουρλώνουν
να ονειρεύονται φαί, τραπέζια να τους στρώνουν!
Έφτασε μέχρι κολεγιά να κάνει μ’ άλλα κτήνη
τον Καρατζά, τον Άντονι, το μαύρο τον Βορίνη.
Εκεί που ήτανε εχθροί γίνανε κολλητάρια
κι είναι σαν να ζευγάρωσαν γάιδαροι και μουλάρια.
Εκεί που μαχαιρώνονταν σαν γάτες και οι σκύλοι
τώρα πηγαίνουν αγκαλιά λες κι ήταν χρόνια φίλοι!
Εκεί που πάντα έλεγε πως τον Γαπέου θέλει,
τώρα τον παραπέταξε σαν άνθρωπο στ’ αμπέλι!
Στήριξε ένα κότσυφα, με όνομα Παπάδης
πουλί όλων των τραπεζών, πάει να πει «σκοτάδης»!
Μαζί τον στήριξαν οι μπλε του κούνελου Σαπάρα,
ο Καρατζάς κι οι μαύροι του, δουλειά σκέτη παπάρα…
Έφτασε μέχρι υπουργό να βλέπει τον Βορίνη
και στα νερά τον Αντονι κι αυτή να τα εγκρίνει!
Το άλλοθί της μόνιμο. Για να σωθεί η πατρίδα!
Το μουρμουράει διαρκώς σαν να’ φαγε γλιστρίδα.
Τι είναι η πατρίδα της; Είν’ τα βουνά κι οι κάμποι;
Ο ήλιος; Το φεγγάρι της; Τ’ αστέρι π’ αχνολάμπει;
Μήπως τα ζώα, τα πουλιά, τα ψάρια είναι πατρίδα;
Σαν όλα καταστρέφονται, πως σώζει την παρτίδα;
Για πια αόριστη ευχή σκοτώνει τόσα ζώα;
Στο όνομα ποιού μέλλοντος πεινούν μικρά αθώα;

Πως γίνεται να κλείνουνε τ’ αχούρια ένα – ένα,
τα ζώα να’ ναι άνεργα σχεδόν κατεστραμένα
και για πατρίδα να μιλά; Αυτοί δεν είναι τρόποι!
Πατρίδα είναι οι τράπεζες; Τα ζώα κερδοσκόποι;
Οι αγορές; Η Μεκελού; Ο Μπάμας; Ποιά να είναι;

Πετάει έτσι σύμβολα μάλλον για θεαθήναι…

Κολοτούμπα

Θα της το πω. Ζώο φτωχό πτώχευση δεν φοβάται!
Για να «ξεφύγει» η αλεπού τον τρόπο συλλογάται.
Αφού όλα τα ψήφισε τώρα τα «καταριέται»
βγάζει φυλλάδες για να πει πως τα χαράτσια αρνιέται
τη βοηθούν, (αξόδευτα;) κάποιοι κοντυλοφόροι
να πει με θράσος περισσό, «δεν μπαίνουν άλλοι φόροι,
περάσαμε τα δύσκολα, το μέρος θα ανακάμψει
και γρήγορα ο ήλιος μας στον ουρανό θα λάμψει».
Οποία γελοιότητα! Είναι σαν σε ένα πτώμα,
ζώου που η ίδια σκότωσες, πάνω να κλαις ακόμα!
Οποία κουτοπονηριά! Αμάν παραφροσύνη!
Έβαλε τον Αλή πασά να κλαίει τη Φροσύνη!
Θεέ, ανερυθρίαστα πως λέει τέτοια λόγια
πως θεωρεί τα ζωντανά ότι’ ναι όλα λαμόγια;
Είναι απορίας άξιο πως ζώα την αντέχουν,
πως στέκονται και τη θωρούν και δεν την … καταβρέχουν!
Θαυμάζω την υπομονή ζώων που την ψηφίσαν,
χωρίς να’ χουν συμφέροντα και το μετανοήσαν,
πως στέκουν και τη χαιρετούν, πως και δεν παίρνουν πέτρα,
όταν τους βλέπει η Μαριώ να φεύγει χίλια μέτρα!
Άβυσσος είναι η ψυχή εν τέλει κάθε ζώου
και δεν μιλάω για τρελό μα εις τας φρένας σώου!
Η λέξη εξοστρακισμός μού’ ρχεται στο κεφάλι.
Αν ήμουν ζώο θα’ παιρνα εκδίκηση μεγάλη!

Μα είμαι παρατηρητής των ζώων και των τόπων,
βλέπετε αυτά δεν γίνονται σε μέρη των ανθρώπων!

Νοέμβρης 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια: