Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Ο μύθος του Κρυφού σχολειού



«Την πραγματικότητα δεν την αποδομεί η λήθη, την αποδομεί ο μύθος εκτοπίζοντάς την», γράφει ο Αλέξης Πολίτης. Όμως εμάς τους Έλληνες φαίνεται πως μας αρέσουν οι μύθοι. Μας τρέφουν. Γι αυτό ίσως και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης έγραφε το 1867: «Απαγορεύεται οιωδήποτε η δια ερευνών καταστροφή των θελκτικών μύθων, δι’ ων ετράφημεν, εκτός όταν πρόκειται να βασιλεύσει επωφελής τις αλήθεια…» (Α. Πολίτης, «Το μυθολογικό κενό», εκδ. Πόλις).

Η Αρχή
Το 1888 εκτίθεται στην Αθήνα για πρώτη φορά ο πίνακας του Νικόλαου Γύζη (1842-1901) με τίτλο «Ελληνικό Σχολείο εν καιρώ δουλείας», ο οποίος παριστάνει έναν καλόγερο να διδάσκει παιδιά.
Το 1899 ο Ιωάννης Πολέμης (1862-1926) εμπνευσμένος, όπως δήλωσε ο ίδιος, από τον πίνακα του Γύζη, γράφει και δημοσιεύει το πασίγνωστο ποίημά του με τίτλο «ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ»:

«Απ’ έξω μαυροφόρα απελπισιά,
πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι
και μέσα στη θολόκτιστη εκκλησιά
(στην εκκλησιά που παίρνει κάθε βράδυ
την όψη του σχολειού),
το φοβισμένο φως του καντηλιού
τρεμάμενο τα ονείρατα αναδεύει
και γύρω τα σκλαβόπουλα μαζεύει».

Το ποίημα αυτό, που προκαλεί τις πιο ευαίσθητες χορδές της ιστορικής μας μνήμης και συνείδησης, που είναι διαμορφωμένη μέσα σε συνθήκες καλλιεργημένης ημιμάθειας, μονόπλευρης ενημέρωσης, με παραποιήσεις και πλαστογραφήσεις της ιστορίας, ένοχες σιωπές, με την απόκρυψη εθνικής σημασίας γεγονότων , απέκτησε γρήγορα μεγάλη δημοσιότητα. Χάρη στη δημοσιότητα αυτή, ο τίτλος αυτού του ποιήματος αντικατέστησε τον αρχικό τίτλο του πίνακα ο οποίος έμεινε γνωστός πια με τον τίτλο «Το Κρυφό Σχολειό», αυτόν του ποιήματος.
 
Μύθος
Στην ελληνική ιστορία, ο όρος «κρυφό σχολειό» αναφέρεται σε σχολεία που υποτίθεται πως λειτουργούσαν κρυφά και υπό καθεστώς απαγόρευσης στις περιοχές όπου κατοικούσαν Έλληνες, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Η ύπαρξη τέτοιων σχολείων δεν έχει επιβεβαιωθεί από ιστορικά στοιχεία και θεωρείται από τους περισσότερους ιστορικούς πως ανήκουν στη σφαίρα του μύθου αποτελώντας μέχρι σήμερα στοιχείο της λαϊκής παράδοσης.
Κανένας έγκυρος ιστορικός, ούτε ο Παπαρρηγόπουλος, που αφιερώνει στην εποχή της τουρκοκρατίας τους δύο από τους εννέα τόμους της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους», ούτε ο Σάθας, εις την «Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα» του, ούτε και η νεώτερη δεκατετράτομη «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών, κάνουν οποιαδήποτε μνεία περί κρυφού σχολειού. Στο τελευταίο μάλιστα σύγγραμμα και συγκεκριμένα στον 10ο τόμο και στη σελίδα 366, οι συντάκτες του σχετικού κεφαλαίου Γ. Ζώρας και Α. Αγγέλου (καθηγητές πανεπιστημίου αμφότεροι), είναι κατηγορηματικοί: «Κρυφό σχολειό δεν υπήρξε, πρόκειται για μύθο», υποστηρίζουν.
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης (1867 – 1945) λογοτέχνης, ιστοριοδίφης, ιστορικός ερευνητής, που ζωντάνεψε το 1821 και μας το παρουσίασε με αποκαλυπτική μορφή, που ίδρυσε και οργάνωσε τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, όπου ταξινόμησε πολλά ντοκουμέντα του απελευθερωτικού αγώνα και τιμήθηκε το 1923 με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων, ασχολήθηκε και με το «κρυφό σχολειό» και έγραψε μελέτες του γι’ αυτό.
Σε μελέτημά του για το «πολυφημισμένο κρυφό σχολειό», όπως το αποκαλεί, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Εστία» στις 15.7.1945, αναφέρει:
«Ανάμεσα σε όσες διατριβές έτυχε να διαβάσω… δεν είδα καμία ιστορική μαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη κρυφού σχολειού… μέσα στον αμέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού για της σκλαβιάς τα σχολειά που έχω συναγμένο, δεν απάντησα τίποτε που να κάνει λόγο για το σχολειό…
Έρχεται λοιπόν η απορία πρώτα, πώς του κρυφού σχολειού τα μαθητούδια, που νύχτα πηγαίνανε στο σχολειό… κι αυτό θα βρισκόταν έξω από το χωριό, λοιπόν σε μοναστήρι είτε σε ρημοκλήσι, πώς τ’ ανήσυχα παιδιά, όλο φωνές και γέλια και τραγούδια στο δρόμο τους θα ξέφευγαν την προσοχή των Τούρκων… αλλά νύχτα στην ερημιά ήτανε και λύκοι… Τάχα τα παιδιά παίρνανε στο δρόμο τους κανένα φύλακα μισθωτό του χωριού…
Όλο αυτό το φανταχτερό και κούφιο και χωρίς θεμέλιο κτίσμα πέφτει σε μια στιγμή σωρός μ’ ένα λόγο μοναχά. Ποτέ ο Τούρκος ο αγράμματος δεν μπόδισε το χριστιανό γράμματα να μαθαίνει…».
Ο Μανουήλ Γεδεών, λαμπρός μελετητής της κατάστασης της παιδείας επί τουρκοκρατίας σημείωνε: «Μέχρι σήμερον ουδαμού ανέγνων εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων βεζίρην ή αγιάννην ή σουλτάνον εμποδίσαντα σχολείου σύστασιν ή οικοδομήν».
Ο Άλκης Αγγέλου, που συνόψισε τις επισημάνσεις του Βλαχογιάννη και του Μανουήλ Γεδεών, αναφέρει συνοπτικά τη συλλογιστική που οδηγεί στο ότι το κρυφό σχολειό, ως διωκόμενος θεσμός, που τον συντηρούσε κρυφά η Εκκλησία, είναι θρύλος, με τα ακόλουθα:
α) Δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία δίωξης κρυφών σχολείων ή των φορέων τους από τουρκικές αρχές.  
β) Ο κατακτητής δεν καταδίωκε τα φανερά σχολεία ούτε ενδιαφερόταν γι’ αυτά, αξιοποιούσε όμως τους γραμματισμένους στο διοικητικό μηχανισμό του κράτους (Φαναριώτες).
γ) Στις σχέσεις του με τους ραγιάδες ο κατακτητής αρκούνταν σε δύο όρους: Ι) υποταγή, όπου τον βοηθούσε η παρέμβαση της Εκκλησίας, που κήρυχνε – ως ανάγκη προσαρμογής – υποταγή στην «κραταιά βασιλεία του Σουλτάνου» και 2) κανονική πληρωμή των φόρων, που γι” αυτούς φρόντιζαν οι πρόκριτοι, οι κοινότητες.
δ) Πολυάριθμα ελληνικά σχολεία – συντηρούμενα από την εκκλησία ή από τις κοινότητες – λειτουργούσαν ελεύθερα στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο, π.χ. στα Γιάννενα, στο Μεσολόγγι, στη Δημητσάνα, στις Μηλιές, στον Τύρναβο, στην Κοζάνη, στη Σμύρνη, στα νησιά του Αιγαίου και αλλού.
(Σημείωση: Μόνο στα Γιάννινα, από το 1647 ως το 1805 ιδρύθηκαν και λειτούργησαν πέντε τουλάχιστον ονομαστές σχολές!)
Ο Κ.Θ. Δημαράς χαρακτήριζε «εθνική ανακρίβεια» την καλλιέργεια της μυθολογίας σε ποικίλα ιστορικά θέματα, πρόκειται για μια τάση, εξηγούσε, να χρησιμοποιούνται «ιστορικές ανακρίβειες με πρόθεση αγαθή και εθνική, με την ιδέα να καταστήσουν πιο ωραία και γοητευτική την εθνική μας ιστορία»
( «Η Αυγή», 22-3-1998).
Ο έγκριτος δημοσιογράφος Π. Μπουκάλας γράφει στην «Καθημερινή», 22-3-1998: «…οι ιστορικοί βασιζόμενοι στα υπάρχοντα στοιχεία, πιστεύουν ότι ουδέποτε υπήρξε «Κρυφό σχολειό», διότι ουδέποτε χρειάστηκε να υπάρξει κι άλλωστε ο χρόνος και η ιστορική έρευνα καμία υπέρ αυτού μας παρέδωσαν έγκυρη μαρτυρία. Η υπόθεση του «Κρυφού σχολειού» είναι από κείνες που φανερώνουν πως η μυθολόγηση επιβάλλεται στην ιστόρηση, πως η αναδρομική εξιδανίκευση παράγει κοινούς τόπους τόσο γερά ριζωμένους και τόσο μαζικά αποδεκτούς ώστε να μετατρέπονται σε ταμπού, οπότε η άρνησή τους κατακρίνεται σχεδόν σαν προδοσία».
Ο Νεόφυτος Βάμβας  λίγο πριν την Επανάσταση του ’21 διαπίστωνε «Είτε από αδιαφορία είτε ως αρχή η Υψηλή Πύλη δεν αντιτάχτηκε καθόλου στην πνευματική αναγέννηση της Ελλάδας…».
Ο Λίνος Πολίτης στο λόγο που εκφώνησε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στις 25-3-1956 μεταξύ άλλων είπε: «…ίσως ο ρομαντικός εραστής των γλυκερών ιστορικών φαντασιώσεων να απογοητευτεί όταν μάθει πως το περίφημο «Κρυφό σχολειό» της τουρκοκρατίας είναι απλούστατα ένα ιστορικό ψέμα» ( οι παραπάνω μαρτυρίες από το δοκίμιο του Άλκη Αγγέλου «Το Κρυφό σχολειό-Το χρονικό ενός μύθου», εκδ. Εστία).
«Από την επιστήμη λοιπόν, στα δύο μεγαλύτερα συλλογικά έργα της νεότερης ιστοριογραφίας, την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών και τη νεότερη Ιστορία του Νέου Ελληνισμού αμφισβητείται η αυθεντικότητα του «Κρυφού σχολειού»…
Πρόκειται για βασικό μύθο που κλήθηκε ή στήθηκε για να τεκμηριώσει τον εθνοσωτήριο ρόλο του κλήρου στα χρόνια της τουρκοκρατίας» (Γιάννης Η. Χάρης, εφημ. «ΤΑ ΝΕΑ», 20-21/3/04).

Πώς όμως δημιουργήθηκε ο σχετικός μύθος;
Τον πρώτον αιώνα μετά το πάρσιμο της Πόλης, οι υπόδουλοι Χριστιανοί, που αποτελούσαν το Ρουμ Μιλέτ (το γένος των Ρωμαίων), πέρασαν από ένα στάδιο πνευματικού και εκπαιδευτικού μουδιάσματος. Οι μεγάλοι δάσκαλοι είχαν φύγει στη Δύση. Καινούργια σχολεία δεν ιδρύθηκαν. Ο αναλφαβητισμός του χριστιανικού πληθυσμού αυξήθηκε κατακόρυφα.
Η Εκκλησία όμως, για να λειτουργήσει, είχε ανάγκη από ιερείς, που έπρεπε να ξέρουν στοιχειωδώς να διαβάζουν τα ιερά βιβλία. Έτσι λειτούργησαν μέσα στους ναούς εκκλησιαστικά σχολεία, που κατάρτιζαν στοιχειωδώς τους μέλλοντες κληρικούς. Ανεξάρτητα όμως από αυτά τα εκκλησιαστικά φροντιστήρια, σε ορισμένες πόλεις με πρώτη την Αδριανούπολη, εξακολούθησαν να υπάρχουν και να λειτουργούνε σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης. Φυσικά η ποιότητα της εκπαίδευσης αυτής ήταν πολύ χαμηλή και οι περισσότεροι μαθητές μάθαιναν μόνο να διαβάζουν και να γράφουν. Ιδιαίτερα σχολικά κτίρια ήταν σπάνια ή μικρής χωρητικότητας. Πολύ συχνά οι μαθητές μαζεύονταν στο νάρθηκα των εκκλησιών. Δεν υπήρχαν επίσης διδακτικά βιβλία. Για τη στοιχειώδη εκπαίδευση χρησιμοποιούσαν εκκλησιαστικά βοηθήματα: την Οκτώηχο, το Ψαλτήρι ή τη Σύνοψη.
Ίσως εδώ να βρίσκεται ο ιστορικός πυρήνας του μύθου για το κρυφό σχολειό.
Πιθανότατα οι αιτίες που τον γέννησαν είναι δύο. Η πρώτη είναι να καταδειχτεί η βαρβαρότητα και ο φωτοσβεστικός ρόλος των Τούρκων κατακτητών και ο δεύτερος να αναδειχτεί ο ρόλος της Εκκλησίας στην πνευματική αναγέννηση του έθνους.
Ο θρύλος του κρυφού σχολειού πλάστηκε, καλλιεργήθηκε και διατηρείται μέχρι σήμερα από θρησκευτικές σκοπιμότητες, για να καλυφθεί η αντιδραστική και ζημιογόνα θέση της Εκκλησίας στην Παιδεία και επιπλέον να περιβληθεί με τη δόξα του φωτισμού του γένους, γιατί, όπως ισχυρίζεται, με το κρυφό σχολειό διέσωσε την ελληνομάθεια των Ελληνοπαίδων και διατήρησε την εθνική και γλωσσική ταυτότητα των υποδούλων.
Πού είναι όμως τα ιστορικά τεκμήρια;
Η Εκκλησία, που προβάλλεται και διεκδικεί την τιμή και τη δόξα της ίδρυσης, της συντήρησης και λειτουργίας του λεγόμενου «κρυφού σχολειού», με τόση εξουσιαστική εμπειρία από τα βυζαντινά χρόνια και στα κατοπινά, σε καμιά περίπτωση δε θα αδιαφορούσε για την προμήθεια και διατήρηση τέτοιων τεκμηρίων αν υπήρχαν.

Πηγές:
Άλκης Αγγέλου, Κρυφό σχολειό, Το χρονικό ενός μύθου, εκδ. Εστία 1997
Αλέξης Πολίτης, Το μυθολογικό κενό, εκδ. Πόλις 2000
Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1821- 1909, εκδ. Αφοι Τολίδη
Φ.Κ. Βώρος, ΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ τ. 2, Χειμώνας 1985-86
Γιάννης Χάρης, Εθνική παλιγγενεσία και εθνική μυθολογία, ΤΑ ΝΕΑ 20-3-2004
Παντελής Μπουκάλας, Πόση και ποια ιστορία, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22-3-1998
Β. Κρεμμυδάς, Ο φόβος για την ιστορική αλήθεια, ΤΑ ΝΕΑ 22-3-05 και 19-4-2005



Δεν υπάρχουν σχόλια: